- κατηγορικός
- -ή, -ό (Α κατηγορικός, -ή, -όν [κατήγορος]νεοελλ.φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» — η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με το συνδετικό ρήμα είμαιπ.χ. η γάτα είναι ζώοβ) «κατηγορικός συλλογισμός» — ο συλλογισμός που έχει κατηγορική κρίση στη μείζονα πρότασηγ) (κατά τον Καντ) «κατηγορική προσταγή» — πρόσταγμα που εκφράζει το ηθικό χρέος και που, σε αντιδιαστολή με τις υποθετικές και εξαρτημένες επιταγές τής καθημερινής ζωής, λ.χ. «αν θέλεις να είσαι υγιής, πρέπει να ακολουθείς τις οδηγίες τών γιατρών», έχει απόλυτο και μη εξαρτημένο χαρακτήρα, λ.χ. «κάνε το καθήκον σου!»αρχ.1. αυτός που αναφέρεται στην κατηγορία, ο επιτήδειος για κατηγορία, ο κατηγορητικός*2. καταφατικός3. ρητός, θετικός4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί κατηγορικοίοι κατήγοροι, οι επικριτές5. το ουδ. ως ουσ. τo κατηγορικόνσυστηματική και λεπτομερής έρευνα τού υποκειμένου και τού κατηγορήματος.επίρρ...κατηγορικώς (Α)1. καταφατικώς2. ρητώς, θετικώς.
Dictionary of Greek. 2013.